Ιστορίες Επιστήμης: Στα αόρατα «δίκτυα» της επιστήμης

Πηγή: Wikipedia

Ο γνωστός φυσικός και πειραματικός φιλόσοφος Ρόμπερτ Μπόιλ έκανε τα περίφημα πειράματά του με την αντλία κενού στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι η βοήθεια που είχε, όπως και οι υπόλοιποι φυσικοί φιλόσοφοι της εποχής, από εξειδικευμένους τεχνίτες.
Βασική αρχή ενός δικτύου είναι η ύπαρξη συνδέσεων και κόμβων. Στις συνδέσεις έχουμε τη ροή πληροφορίας. Αυτές οι ροές καταλήγουν πάντα σε κάποιους κόμβους και από εκεί μεταφέρονται εκ νέου σε άλλους κόμβους. Κάθε πληροφορία, ωστόσο, ποτέ δεν μένει ακέραια κατά τη μεταφορά της. Αλλάζει λόγω της διασταύρωσής της με νέες πληροφορίες, που συναντιούνται στους ίδιους κόμβους, και αλλάζει λόγω της εσωτερικής δομής του ίδιου του κόμβου. Αυτό που προκύπτει, επομένως, ως πληροφορία ή γνώση μέσω ενός δικτύου είναι αποτέλεσμα τόσο των «κρυφών» δομών του κόμβου που παράγει την πληροφορία όσο και των διασταυρώσεων πολλαπλών ροών πληροφορίας. Αυτό, προφανώς, δεν συνέβη πρώτη φορά με τη γέννηση του Διαδικτύου ή, παλιότερα, μέσω των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας. Η διασύνδεση διαφορετικών ροών πληροφορίας τόσο στο εσωτερικό της επιστήμης όσο και στους εξωτερικούς όρους συγκρότησής της συντελείται εδώ και αιώνες.

Οι τεχνίτες πίσω από την τέχνη!

Ο γνωστός φυσικός και πειραματικός φιλόσοφος Ρόμπερτ Μπόιλ έκανε τα περίφημα πειράματά του με την αντλία κενού στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι η βοήθεια που είχε, όπως και οι υπόλοιποι φυσικοί φιλόσοφοι της εποχής, από εξειδικευμένους τεχνίτες. Τα πειράματα απαιτούσαν τη συνεισφορά πολλών βοηθών, οι οποίοι ακολουθούσαν τις οδηγίες του πειραματιστή φιλοσόφου, ενώ με την εμπειρία τους συνέβαλαν στο τελικό αποτέλεσμα του πειράματος. Αυτοί οι τεχνίτες διαμόρφωναν ένα μικρό δίκτυο ειδικών που μιλούσαν κοινή γλώσσα και μοιράζονταν κοινές και συμπληρωματικές πρακτικές. Συνήθως, οι ειδικοί δεν μνημονεύονταν στις τελικές δημοσιεύσεις των πειραματικών αποτελεσμάτων. Αρκετές φορές, η περισσότερη δουλειά γινόταν από αυτούς τους ειδικούς τεχνίτες. Αυτοί ήταν που έκαναν και την αμιγώς χειρωνακτική εργασία και διαχειρίζονταν τον υλικό εξοπλισμό. Η διάκριση ανάμεσα σε χειρώνακτες και πειραματιστές φιλοσόφους είχε έναν έντονο αξιολογικό τόνο ιεραρχίας και επαγγελματικής διάρθρωσης. Οι χειρώνακτες βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση έναντι των πειραματιστών, οι οποίοι έφεραν και τον τίτλο του φυσικού φιλοσόφου. Ένας τεχνίτης πολύ δύσκολα ανερχόταν στην κατηγορία του φυσικού φιλοσόφου. Όσον αφορά την επαγγελματική διάρθρωση μέσα από την οποία συγκροτούταν η μελέτη της φύσης, έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι η ιδιοκτησία του πειράματος ανήκε αποκλειστικά στον πειραματιστή φιλόσοφο που συντόνιζε το πείραμα. Ο Μπόιλ, δηλαδή, ήταν ο δημιουργός και δεν ήταν απαραίτητο να μνημονεύσει οποιονδήποτε άλλον.
Το σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι η διάταξη ενός πειράματος, οι τεχνικές και δομικές του ιδιαιτερότητες αλλά και τα αποτελέσματά του ήταν προϊόν ενός δικτύου συνδιαμόρφωσης. Η γνώση παραγόταν και παράγεται μέσα από τέτοιες διαδικασίες. Επομένως, ένα ερώτημα που ίσως έχει ενδιαφέρον να θέσουμε είναι το εξής: Μήπως αυτού του είδους οι πολύπλοκες διαδικασίες συνδιαμόρφωσης ανατρέπουν τις στερεοτυπικές γραμμικές αφηγήσεις ως προς το πώς παράγεται η γνώση; Αν δούμε την επιστήμη πρωτίστως ως μια κοινωνική πρακτική, τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε πώς παράγεται η γνώση. Αν δεχτούμε ότι η γνώση παράγεται μέσα από τις σχέσεις των ανθρώπων, τότε οφείλουμε να δούμε και σε ποιους χώρους λαμβάνει χώρα αυτή η παραγωγή.

Όταν στα καφενεία παραγόταν “υπεραξία” της γνώσης!

Όσον αφορά τη μορφή που μπορούν να έχουν τα δίκτυα παραγωγής γνώσης εκτός εργαστηρίων, αξίζει να σταθούμε λίγο στα μέσα διακίνησης, υποδοχής και εκ νέου μεταφοράς της νέας γνώσης. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα άνοιξαν τα πρώτα καφενεία στην Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, στη Γαλλία και την Αγγλία τα καφενεία υπήρξαν τόποι συνεύρεσης των διανοητών, καλλιτεχνών, πολιτικών και εμπόρων. Μέσα στη γοητευτική οχλαγωγία των καφενείων, η γνώση έγινε εμπόρευμα και απέκτησε αξία με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Τα καφενεία αποτέλεσαν κόμβους ιδεολογικών, πολιτικών και διανοητικών διασταυρώσεων. Τα καφενεία στο Λονδίνο προέκυψαν μετά την επίσημη Πράξη Αδειοδότησης του 1695 και, όπως και τα κλαμπ, ήταν χώροι πολιτικού διαλόγου. Σε αυτούς τους χώρους συζητούσαν δημόσια τις πολιτικές εξελίξεις οι πολίτες. Διαφωνίες και συγκρούσεις, συνεργασίες και συμμαχίες συντελούνταν διαρκώς μέσα στα καφενεία. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά διανέμονταν κυρίως σε αυτούς τους χώρους. Αρκετοί ιστορικοί των επιστημών έχουν σημειώσει ότι η ανάδυση της νέας αστικής τάξης συντελέστηκε μέσα σε τέτοιου είδους νέες δημόσιες περιοχές. Η σύνδεση με την οικονομική και την πολιτική σφαίρα έχει αφήσει διάφορα αποτυπώματα στον χρόνο, όπως το περίφημο καφενείο του Έντουαρντ Λόιντ, που άνοιξε το 1688, τη χρονιά της Ένδοξης Επανάστασης, και αργότερα επεκτάθηκε σε έναν οικονομικό κολοσσό, τον ασφαλιστικό Όμιλο Lloyd’s of London και πολλές άλλες ασφαλιστικές και ναυτιλιακές εταιρείες.
Στα καφενεία δίνονταν διαλέξεις Φυσικής Φιλοσοφίας και γίνονταν δημόσιες επιδείξεις πειραμάτων. Οι δημόσιες διαλέξεις και οι πειραματικές επιδείξεις των φυσικών φιλοσόφων σε τέτοιους δημόσιους χώρους ήταν μια πιθανή πηγή εισοδήματος. Οι φυσικοί φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν εντυπωσιακές συσκευές, όπως την αντλία κενού και ηλεκτρικές μηχανές, προσελκύοντας με αυτό τον τρόπο και πελάτες που ενδεχομένως ενδιαφέρονταν να επενδύσουν σε αυτούς και να χρηματοδοτήσουν την έρευνά τους. Έως το 1739, υπήρχαν 551 καφενεία στο Λονδίνο, όπου γίνονταν διαλέξεις. Οι θαμώνες ανήκαν σε όλες τις κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες. Οι νέες ιδέες της Φυσικής Φιλοσοφίας και οι νέες εφευρέσεις παρουσιάζονταν και ήταν προσβάσιμες σε περισσότερους ανθρώπους, από τραπεζίτες έως εργάτες και από εμπόρους έως τεχνίτες.
Να σημειωθεί ότι η διάδοση των επιτευγμάτων του Νεύτωνα και των υπόλοιπων διανοητών της Αγγλίας, από τη δεκαετία του 1690 και έπειτα, συντελέστηκε μέσα σε αυτό το πλαίσιο διεύρυνσης του δημόσιου χώρου και, κατά συνέπεια, αποτέλεσε οργανικό τμήμα του δημόσιου διανοητικού λόγου. Η ωφελιμότητα των Μαθηματικών, η αξιοποίηση της Μηχανικής Φιλοσοφίας σε διάφορες εκφάνσεις της οικονομικής ζωής, οι κατασκευές που προέκυπταν μέσα από πειραματικές διαδικασίες αλλά και η ίδια η κουλτούρα του πειραματισμού απέκτησαν δημόσια ισχύ και μέσα στους δημόσιους χώρους των καφενείων.
Αυτό, ωστόσο, που παραμένει ενδιαφέρον είναι ότι η επιτυχής ή ανεπιτυχής έκβαση μιας κοινωνικής διαδικασίας δεν μπορεί να αποτιμηθεί κατά το χρονικό διάστημα που συντελείται. Ωστόσο, στο τέλος ενός πειράματος όλοι και όλες γνωρίζουν αν το πείραμα απέτυχε ή πέτυχε, καθώς και ποιες παράμετροι πρέπει να ληφθούν υπόψη και ποιες όχι. Δεν είναι εύκολο, επομένως, να έχουμε σαφή και ξεκάθαρη εικόνα του συνόλου των διεργασιών που απαιτούνται για την παραγωγή ενός αποτελέσματος, εν προκειμένω μιας νέας γνώσης. Ωστόσο, η γνώση θα παραχθεί μέσα από αυτή την εσωτερική δυναμική του πολύπλοκου δικτύου και θα αλλάξει με σαφήνεια την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο.

Δ.Π.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις